πρωτοκαθεδρία

πρωτοκαθεδρία
η, ΝΜΑ
η πρώτη έδρα ή το να κάθεται κανείς ως εξαιρετικά τιμώμενο πρόσωπο στην πρώτη έδρα σε μία δημόσια εκδήλωση («φιλοῡσι δὲ τὴν πρωτοκλίσιαν ἐν τοῑς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῑς συναγωγαῑς», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (καν. δίκ.) η τιμητική πρόταξη τών διαφόρων τάξεων τού κλήρου, η οποία προσδιορίζεται για μεν τους αρχιερείς με κριτήριο την αρχαιότητα τής χειροτονίας ή τών πρεσβειών τιμής τού θρόνου, για δε τους λοιπούς κληρικούς με κριτήριο το οφφίκιο ή την αρχαιότητα τής χειροτονίας
2. μτφ. πρωτεύουσα θέση ή κατοχή πρωτεύουσας θέσης («όπου πηγαίνει θέλει πάντα να έχει την πρωτοκαθεδρία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + καθέδρα + κατάλ. -ία, κατά τα -εδρία (πρβλ. προ-εδρία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτοκαθεδρία — πρωτοκαθεδρίᾱ , πρωτοκαθεδρία the first seat fem nom/voc/acc dual πρωτοκαθεδρίᾱ , πρωτοκαθεδρία the first seat fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοκαθεδρίᾳ — πρωτοκαθεδρίαι , πρωτοκαθεδρία the first seat fem nom/voc pl πρωτοκαθεδρίᾱͅ , πρωτοκαθεδρία the first seat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοκαθεδρία — η η πρώτη θέση και το δικαίωμα κατοχής της πρώτης θέσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτοκαθεδρίας — πρωτοκαθεδρίᾱς , πρωτοκαθεδρία the first seat fem acc pl πρωτοκαθεδρίᾱς , πρωτοκαθεδρία the first seat fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοκαθεδρίαν — πρωτοκαθεδρίᾱν , πρωτοκαθεδρία the first seat fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”